Όσο
δυσκολεύουν τα πράγματα τόσο πιο μόνοι μένουμε. Ίσως να θέλουν να μας
δείξουν όλοι αυτοί που, τον τελευταίο καιρό, έφυγαν ότι μπορούμε και
χωρίς αυτούς. Ίσως να θέλουν να δουν, να τσεκάρουν, αν μπορούμε και μόνοι μας.
Αν
το καλοσκεφτεί κανείς δεν έχουμε και πολλά στηρίγματα πια. Μένουμε
μόνοι, να αναμετρηθούμε καταρχήν με τον εαυτό μας, αυτό το «ανίκητο
εμείς» και κατά δεύτερον να αναμετρηθούμε με όσους μας θέλουν, χυλό.
Ποσοστά κομμάτων, χαζοχαρούμενους καταναλωτές, άβουλους χρήστες,
στατιστικούς δείκτες.
Υπήρχε εποχή που την
Ελλάδα τράνταζε ο ζωντανός ήχος, του Χατζιδάκι, του Ελύτη, του Ρίτσου,
του Βάρναλη, του Τσαρούχη, του Τσιτσάνη, του Μπιθικώτση, του Λοΐζου, του
Γκάτσου, του Β. Ραφαηλίδη, της Μ. Δημητριάδη, του Κουν, του Ξυλούρη,
του Βέγγου, του Κατράκη, του Καζαντζίδη, της Μπέλλου, του Θ.
Αγγελόπουλου, του Άκη Πάνου, του Καμπανέλη…
Ήταν
η εποχή που όλοι αυτοί δονούσαν τον κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα, αλλά
ήταν και η εποχή που ο κάθε Έλληνας ή κάθε Ελληνίδα δονούσε όλους
αυτούς. Γιατί λειτούργησε αυτή η μοναδική σχέση καλλιτέχνη και
λαού. Γιατί ο ένας τροφοδοτούσε τον άλλον, με μεγαλειώδη μηνύματα και
αξίες. Ιδέες και πρότυπα. Καύσιμο και σπινθήρα, σε μια Ελλάδα που ήθελε
να γίνει καλύτερη, κόντρα στη σαπίλα και την φτήνια.
Γιατί
ο μέγας τροφοδότης ο λαός, γέμιζε τους δρόμους με ιδανικά και αιτήματα,
αλλά γέμιζε και τις παρτιτούρες, τα τετράδια, τα βιβλία και τα φιλμ,
γέμιζε το έργο, την έμπνευση και την ματιά όλων αυτών, που τα επέστρεφαν
σε όλους μας εμπλουτισμένα.
Μένουμε μόνοι μας,
όσο περνάει ο καιρός, χωρίς να αναπληρώνεται κανένα κενό. Ίσως γιατί σαν
λαός, ξεχάσαμε να στεκόμαστε ψηλά. Ίσως γιατί νομίζουμε ότι μπορούμε
χωρίς στηρίγματα. Ίσως γιατί κουραστήκαμε. Ίσως γιατί νομίσαμε, νομίζουμε ακόμη, ότι μπορεί να γίνει αλλιώς.
Χάνουμε τους ισχυρούς πολλαπλασιαστές της δύναμής μας, της φωνής μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι χάνουμε την δύναμη και την φωνή μας.
Θα βρει τρόπους να πολλαπλασιαστεί να δυναμώσει να γίνει ένα με το
μέταλλο του Μπιθικώτση, το Λα του Μητροπάνου, το αστείο Ρο του
Χατζιδάκι, την ορμή του Κατράκη, το Άξιον Εστί του Ελύτη, το Μεγάλο
Τσίρκο του Καμπανέλη, το λυγμό του Καζαντζίδη, το πάθος της Δημητριάδη
και τον Επιτάφιο του Ρίτσου.
Όταν ο λαός
κατέβαινε στους δρόμους για δίκιο, δημοκρατία, ελευθερία και δικαιοσύνη,
όλοι αυτοί ήταν δίπλα μας. Όσο περιμένουμε στα σπίτια και στα γραφεία,
όλοι αυτοί φεύγουν, ένας ένας.
Το αντάμωμα είναι θέμα χρόνου.
Θα τους ξαναβρούμε εκεί που τους βρίσκουμε πάντα. Και επειδή όλοι αυτοί
είναι μακριά, θα κάνουμε εμείς την αρχή, που είμαστε δίπλα. Έτσι όπως
ξέρουμε. Έτσι όπως μας έμαθαν. Έτσι όπως γίνεται πάντα.
Έτσι όπως πρέπει.Καλή αντάμωση.
Θύμιος Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου