του Γιώργου Μάντζιου
στα δελτία των 8 σας μιλάει η αστυνομία
Ξύπνησα χαράματα έντρομος από τον εφιάλτη: πώς δεν το είχα αντιληφθεί τόσα χρόνια ότι με απειλούσαν όλες αυτές οι δυσώνυμες ασθένειες που ακόμη και το όνομά τους σχεδόν είχα ξεχάσει; Σύφιλη, βλεννόρροια, τύφος, ελονοσία, λέπρα, ψωρίαση και …πάει λέγοντας…
Και πώς δεν το είχα αντιληφθεί ότι κάθε ώρα και στιγμή κινδύνευα να πέσω θύμα κλοπής ή ακόμη και κατακρεουργηθώ από κάποιον επικίνδυνο λαθρομετανάστη; Όμως έπρεπε να βγω από το σπίτι. Δε γινόταν αλλιώς…
Απολύμανα λοιπόν εξονυχιστικά τα χέρια μου στο μπάνιο, τριπλοκλείδωσα πίσω μου την πόρτα, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν παραμόνευε κανείς απ΄ έξω και κατέβηκα ο δρόμο. Απέφυγα συστηματικά κάθε χειραψία, που συνήθως απολάμβανα, με την κοπέλα του φούρνου, καθώς και γέρο μανάβη που μου σέρβιρε τα ζαρζαβατικά χωρίς πλαστικά γάντια στα χέρια (πρώτη φορά το πρόσεξα αυτό).
Επιστρέφοντας από τα ψώνια της ημέρας πέρασα πάλι από το παρκάκι της γειτονιάς, όπου χρόνια τώρα μια δράκα γεωργιανοί μετανάστες κάθονταν κάθε μέρα σε δυο τρία παγκάκια, είχαν κατασκευάσει ένα αυτοσχέδιο τραπέζι από καφάσια φρούτων και σανίδες και έπιναν τη χύμα ρετσίνα τους τρώγοντας αργά τις φερμένες από το σπίτι λιχουδιές τους και χειρονομώντας έντονα στη γλώσσα τους (Σαν τι να βυσσοδομούσαν; Για πρώτη φορά το σκέφτηκα αυτό…). Συνήθως τους χαιρετούσα, μια δυο φορές ήπια και τη ρετσίνα τους που μου πρόσφεραν σε πλαστικό ποτηράκι. Τώρα όμως πέρασα βιαστικά από απόσταση και δεν γύρισα ούτε να τους κοιτάξω…
Κάποτε έφτασα στο σπίτι.
Ξεκλείδωσα βιαστικά την εξώθυρα της πολυκατοικίας και πήρα ανήσυχος το ασανσέρ. Ηρέμησα μόνο αφού ξανακλείδωσα από μέσα την πόρτα του σπιτιού μου αποφασισμένος να μην ανοίξω σε κανέναν όλη μέρα.
Και κάθισα να περιμένω γεμάτος αγωνία το δελτίο των οχτώ του MEGA.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου