Με την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία, οι αγρότες νόμισαν ότι τα
βάσανά τους τελείωσαν οριστικά, ότι η γη θα μοιραζόταν σε όλους ίσα και
ότι μια νέα εποχή θα άρχιζε. Αλλά απογοητεύτηκαν όταν διαπίστωσαν ότι
παρά την αποχώρηση των Τούρκων, παρέμειναν οι Έλληνες τσιφλικάδες και
παρατρεχάμενοί τους, οι οποίοι συνέχισαν να εκμεταλλεύονται άγρια τους
αγρότες. Ταυτόχρονα, όμως άρχισε και η αντίσταση των αγροτών, οι οποίοι
αρνούνταν την κυριότητα των κεφαλαιούχων στη γη.
Παράλληλα με την άρνηση της κυριότητας ή την άρνηση να υπογράφουν οτιδήποτε, άρχισαν και τις καταλήψεις τσιφλικιών τα οποία άρχισαν αμέσως να καλλιεργούνται. Αυτό άρχισε το 1881 πρώτα στο χωριό Σκλάταινα (Ρίζωμα) στα Χάσια Τρικάλων και επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου και οι τότε αρχές, άρχισαν να στέλνουν τη χωροφυλακή και τμήματα στρατού για να εφαρμόζονται οι διάφορες εξαγγελίες και διαταγές τους, αλλά οι αγρότες αντιστέκονταν δυναμικά. Πολλές ήταν οι εξεγέρσεις των αγροτών, οι συγκρούσεις με τα όργανα καταστολής, οι συλλήψεις και πολλές φορές τα χωράφια βάφτηκαν με αίμα. Αλλά και οι μετέπειτα κυβερνήσεις Χ. Τρικούπη και άλλων ακολούθησαν την ίδια τακτική, με αποτέλεσμα ο Θεσσαλικός κάμπος να είναι σχεδόν πάντα ανάστατος. Το 1883-1884 κυκλοφορούσε μια μικρή εφημερίδα «Οι Εργάται», η οποία πρόβαλε ξεκάθαρα τους αγώνες και τα δίκαια των αγροτών. Τον Φεβρουάριο του 1900, κυκλοφόρησε στο Βόλο η σοσιαλιστική εφημερίδα «Πανθεσσαλική» από τον Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, η οποία έγινε το κατ’ εξοχήν όργανο των αγροτικών συμφερόντων. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε επί δεκαετίες. Στις 4 και 5 Ιουνίου 1907, σημειώθηκαν καταστροφικές πλημμύρες στα Τρίκαλα, με εκατοντάδες νεκρούς και εκατοντάδες σπίτια κατεστραμμένα, αλλά η τότε κυβέρνηση δεν έκανε απολύτως τίποτε για να βοηθήσει τους πλημμυροπαθείς. Στις 6 Ιουλίου 1907, έγινε μεγάλο συλλαλητήριο με αίτημα ανοικοδόμηση της πόλης. Αλλά και πάλι η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε. Μέχρι που ξέσπασε βίαιη εξέγερση στις 24 Ιανουαρίου 1908, αλλά και η κυβέρνηση αφού έδωσε κάποιες υποσχέσεις που γρήγορα ξεχάστηκαν.
Το ζήτημα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, όχι μόνο στη Θεσσαλία αλλά και σε ολόκληρη την «ελλαδική» επικράτεια, ήταν ένα από τα ζητήματα εκείνα που δέσποζαν στην επικαιρότητα εκείνη την εποχή, ζήτημα της ίδιας βαρύτητας με αυτό του σταφιδικού της Δυτικής Πελοποννήσου. Οι μαχητικές διαδηλώσεις, τα ένοπλα συλλαλητήρια, οι επιθέσεις σε δημόσια κτίρια και οι συμπλοκές με τις δυνάμεις καταστολής, ήταν γεγονότα που διαδέχονταν το ένα το άλλο με πρωτοφανή ταχύτητα. Το διάστημα 1908-1909 αρκετοί ήσαν εκείνοι οι προπαγανδιστές οι οποίοι περιόδευαν στα χωριά και τις πόλεις της Θεσσαλίας, προσπαθώντας να διαδώσουν επαναστατικές, σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδέες. Εκτός από τον Μαρίνο Αντύπα, τέτοιοι προπαγανδιστές ήσαν ο γιατρός Βασίλης Γρίβας και ο Χαράλαμπος Δημακόπουλος, για τον οποίο λέγεται ότι ήταν αναρχοαγροτιστής.
Ο σημαντικότερος όλων, όμως, ήταν ο Μαρίνος Αντύπας, ο οποίος γεννήθηκε στα Φερεντινάτα Κεφαλλονιάς το 1872, γόνος μιας όχι και τόσο πλούσιας οικογένειας. Στο Αργοστόλι έμαθε τα πρώτα γράμματα. Το 1897, ενώ φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας, μυήθηκε στις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Έγινε μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Καλλέργη και μάλιστα στις αρχές Φεβρουαρίου 1896 ήταν ομιλητής σε συγκέντρωση 200 περίπου χωρικών στη Βιτρίτσα, όπου μίλησε για το σοσιαλισμό. Αργότερα, με τη διάσπαση του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, συνεργάστηκε για ένα διάστημα με τον Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο «Κόσμος», ενώ αργότερα έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Συλλόγου.
Συμμετείχε, επίσης, το 1896 ως εθελοντής στην εξέγερση της Κρήτης όπου απέσπασε το γενικό θαυμασμό για τη γενναιότητά του. Το 1897 επανήλθε στην Αθήνα με δύο τραύματα στο στήθος. Στην Αθήνα άρχισε να οργανώνει δημόσιες ομιλίες για το σοσιαλισμό και τις επαναστατικές ιδέες, ενώ τον ίδιο χρόνο (1897) οργάνωσε και μίλησε σε συλλαλητήριο στην Ομόνοια εναντίον των Μεγάλων Δυνάμεων και του βασιλικού καθεστώτος της Ελλάδας, κατηγορώντας τους για την ήττα στον πόλεμο του χρόνου αυτού. Για το συλλαλητήριο αυτό συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη, στις 8 Ιανουαρίου 1898, όπου καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση.
Όταν αποφυλακίσθηκε, προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά, τελικά, τις εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά, όπου στις 29 Ιουλίου 1900 εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ανάστασις». Με τα άρθρα του, όμως, προκάλεσε διώξεις και μηνύσεις και η εφημερίδα έκλεισε μόλις στο πρώτο της φύλλο.
Το 1903 εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία, στο σπίτι του πλούσιου θείου του Γεωργίου Σκιαδαρέσση, ο οποίος ήταν σοσιαλιστής. Εκεί αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Ο θείος του αγόρασε κάποια κτήματα στη Θεσσαλία όπου και εγκαταστάθηκε. Το 1904, ο Μαρίνος Αντύπας επέστρεψε στην Κεφαλονιά και στις 3 Ιουνίου επανέκδωσε την «Ανάστασι», η οποία κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο και την έγραφε μόνος του ο Αντύπας, με τη βοήθεια, κάποιες φορές, φίλων και συνεργατών του. Παράλληλα, ίδρυσε το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης», το οποίο ήταν πολιτική και εκπαιδευτική λέσχη που την διηύθυνε ο Αντύπας μέχρι τα μέσα περίπου του 1906, οπότε εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία. Εκεί γίνονταν διάφορες εκδηλώσεις στις περισσότερες από τις οποίες ομιλητής ήταν ο Αντύπας. Επίσης, το 1906 έβαλε υποψηφιότητα στις εκλογές στην επαρχία Κρανιάς, πήρε 2.550 ψήφους, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Έτσι, βρέθηκε επιστάτης στα κτήματα του θείου του στη Θεσσαλία. Αλλά ακόμα και ως επιστάτης, ο Αντύπας έγινε γρήγορα αρκετά αγαπητός ανάμεσα στους αγρότες, γιατί αποκάλυπτε διαρκώς τα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις των τσιφλικάδων και των συνεργατών τους.
Είχε ήδη διαμορφώσει μια προσωπική ιδεολογική θεώρηση που ήταν ένα μίγμα κοινωνικού χριστιανισμού, επαναστατικών στοιχείων της σοσιαλδημοκρατίας και αναρχικών ιδεών. Διακήρυσσε ότι η επανάσταση ήταν η μοναδική λύση στα δεινά. Ταυτόχρονα, έκανε και επαναστατική προπαγάνδα στους αγρότες, διατρέχοντας τα χωριά του νομού Λάρισας, με έναν από τους βασικούς του συνεργάτες το Θανάση Καραλόπουλο. Ήδη από το 1906 το αγροτικό κίνημα στα χωριά της Λάρισας είχε γίνει ιδιαίτερα μαχητικό, με επικεφαλής το γιατρό Καραπαναγιώτη. Λέγεται δε ότι ο Αντύπας βάφτισε και δύο κοριτσάκια με το όνομα Αναρχία. Γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με τον Αριστείδη Μεταξά και με τον Κυριακό, οι οποίοι ήταν φίλοι του θείου του και είχαν έρθει στην Ελλάδα μαζί του από τη Ρουμανία.
Ταυτόχρονα, οι κρατικοί μηχανισμοί άρχισαν να κινούνται εναντίον του. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1906, στο κέντρο της Λάρισας, σε κάποια συγκέντρωση, ο τότε νομάρχης Λάρισας Κ. Νιώτης, τον κατηγόρησε δημόσια. Ο θείος του, ο εξάδελφός του Παναγιώτης Σκιαδαρέσσης, και ο Κεφαλλονίτης τηλεγραφητής Τζανάτος, του συμπαραστάθηκαν. Μάλιστα, ο Αντύπας συνελήφθη τότε και δικάστηκε για επαναστατική προπαγάνδα, αλλά η επίσημη κατηγορία ήταν ότι δήθεν επιτέθηκε στο γαιοκτήμονα και βουλευτή Αγυιάς Αγαμέμνονα Σλήμαν. Ο Αντύπας όμως συνέχισε απτόητος την προπαγάνδα του. Το κέντρο της δράσης του ήταν το χωριό Λασποχώρι, του οποίου όλοι οι κάτοικοι ήσαν με το μέρος του.
Οι τσιφλικάδες τότε συνωμότησαν να τον δολοφονήσουν. Στις 12 και 23 Φεβρουαρίου, ο Αντύπας έγραψε στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική», που εκδιδόταν στο Βόλο, τα δύο τελευταία του άρθρα. Στις 8 Μαρτίου 1907, βρισκόταν στη Λάρισα και αργά το βράδυ της ίδιας μέρας έφθασε στον Πυργετό, όπου διέμεινε μαζί με τον Γιάννη Κυριάκο, ο οποίος ήταν επιστάτης των κτημάτων του Σλήμαν. Εκεί ο Κυριακός τον πυροβόλησε στο κεφάλι, τραυματίζοντάς τον ελαφρά, αλλά καθώς ο Αντύπας προσπάθησε να διαφύγει, ο Κυριάκος τον πυροβόλησε από πίσω και ξεψύχησε λίγο αργότερα στην αγκαλιά του ξαδέλφου του. Ο Κυριάκος συνελήφθη αμέσως και το δικαστήριο προσπάθησε αργότερα να τον απαλλάξει.
Η σωρός του Μαρίνου Αντύπα εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο ξενοδοχείο Μουστάκα στη Λάρισα και στις 11 Μαρτίου 1907 ξεκίνησε μια πομπή χιλιάδων οργισμένων αγροτών μέχρι την εκκλησία. Εκφωνήθηκαν αρκετοί λόγοι και ετάφη στο Λασποχώρι. Στις 18 Μαρτίου 1907 έγινε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, πολιτικό μνημόσυνο για τον Μαρίνο Αντύπα, στο οποίο συμμετείχαν 300 περίπου άτομα.
Την επαναστατική προπαγάνδα του Μαρίνου Αντύπα συνέχισαν, κυρίως στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη, διάφοροι άλλοι οραματιστές και προπαγανδιστές, από τους οποίους οι περισσότεροι ήσαν ομοϊδεάτες και συνεργάτες του Αντύπα στο Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης» και σε άλλες ενέργειες. Η πιο σημαντική περίπτωση από τους συνεχιστές του έργου του Μαρίνου Αντύπα, ήταν ο Σπύρος Αρσένης, ο οποίος γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1839 και ήταν ράφτης στο επάγγελμα. Συνέχισε την έκδοση της εφημερίδας «Ανάστασις» για έναν ακόμα χρόνο. Ήταν επίσης ανταποκριτής της εφημερίδας «Εργάτης» του Βόλου. Αυτός είχε συγκροτήσει μια ομάδα υποστηρικτών της σκέψης του Αντύπα, η οποία συνέχισε τη δράση της μέχρι το 1912, περίπου, αν και το 1910 οι περισσότεροι συνδέθηκαν με τον Πλάτωνα Δρακούλη. Δύο από αυτούς ήταν συνυποψήφιοι με τον τελευταίο στις τότε εκλογές.
Μια άλλη επίσης σημαντική περίπτωση ήταν ο φιλόλογος Νικόλαος Μαζαράκης, ο οποίος αναμείχθηκε στη σοσιαλιστική κίνηση της Κεφαλονιάς, της Λευκάδας και της Κέρκυρας, ενώ εξέδωσε τις εφημερίδες «Μαρίνος Αντύπας» το 1908, «Φωστήρ» το 1912 και «Πυρ» τη δεκαετία του 1920, όταν πλέον συμμετείχε στην επίσημη πολιτική. Άλλοι συνεχιστές με διάφορους τρόπους του έργου του Μαρίνου Αντύπα, ήσαν ο διάκονος Ιωάννης Κονιδάρης, ο καλόγηρος Καγκελάρης από το Ληξούρι, ο Δημοσθένης Αρτουλάρης από τη Σάμο, ο Ε. Μοσχόπουλος, ο Π. Μαράτος, ο Σ. Φραγκόπουλος, ο καθηγητής Παναγιώτης Λορεντζάτος, ο Αντώνης Καλαύριας, ο σατυρικός ποιητής, Γεώργιος Μολφέτας, αλλά και αρκετοί μαθητές του Γυμνασίου Αργοστολίου οι οποίοι, κατόπιν προτροπών του Αντύπα, συγκρότησαν το σύλλογο «Πρόοδος».
“Για Μια Ιστορία του Αναρχικού Κινήματος του Ελλαδικού Χώρου”
Παράλληλα με την άρνηση της κυριότητας ή την άρνηση να υπογράφουν οτιδήποτε, άρχισαν και τις καταλήψεις τσιφλικιών τα οποία άρχισαν αμέσως να καλλιεργούνται. Αυτό άρχισε το 1881 πρώτα στο χωριό Σκλάταινα (Ρίζωμα) στα Χάσια Τρικάλων και επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου και οι τότε αρχές, άρχισαν να στέλνουν τη χωροφυλακή και τμήματα στρατού για να εφαρμόζονται οι διάφορες εξαγγελίες και διαταγές τους, αλλά οι αγρότες αντιστέκονταν δυναμικά. Πολλές ήταν οι εξεγέρσεις των αγροτών, οι συγκρούσεις με τα όργανα καταστολής, οι συλλήψεις και πολλές φορές τα χωράφια βάφτηκαν με αίμα. Αλλά και οι μετέπειτα κυβερνήσεις Χ. Τρικούπη και άλλων ακολούθησαν την ίδια τακτική, με αποτέλεσμα ο Θεσσαλικός κάμπος να είναι σχεδόν πάντα ανάστατος. Το 1883-1884 κυκλοφορούσε μια μικρή εφημερίδα «Οι Εργάται», η οποία πρόβαλε ξεκάθαρα τους αγώνες και τα δίκαια των αγροτών. Τον Φεβρουάριο του 1900, κυκλοφόρησε στο Βόλο η σοσιαλιστική εφημερίδα «Πανθεσσαλική» από τον Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, η οποία έγινε το κατ’ εξοχήν όργανο των αγροτικών συμφερόντων. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε επί δεκαετίες. Στις 4 και 5 Ιουνίου 1907, σημειώθηκαν καταστροφικές πλημμύρες στα Τρίκαλα, με εκατοντάδες νεκρούς και εκατοντάδες σπίτια κατεστραμμένα, αλλά η τότε κυβέρνηση δεν έκανε απολύτως τίποτε για να βοηθήσει τους πλημμυροπαθείς. Στις 6 Ιουλίου 1907, έγινε μεγάλο συλλαλητήριο με αίτημα ανοικοδόμηση της πόλης. Αλλά και πάλι η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε. Μέχρι που ξέσπασε βίαιη εξέγερση στις 24 Ιανουαρίου 1908, αλλά και η κυβέρνηση αφού έδωσε κάποιες υποσχέσεις που γρήγορα ξεχάστηκαν.
Το ζήτημα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, όχι μόνο στη Θεσσαλία αλλά και σε ολόκληρη την «ελλαδική» επικράτεια, ήταν ένα από τα ζητήματα εκείνα που δέσποζαν στην επικαιρότητα εκείνη την εποχή, ζήτημα της ίδιας βαρύτητας με αυτό του σταφιδικού της Δυτικής Πελοποννήσου. Οι μαχητικές διαδηλώσεις, τα ένοπλα συλλαλητήρια, οι επιθέσεις σε δημόσια κτίρια και οι συμπλοκές με τις δυνάμεις καταστολής, ήταν γεγονότα που διαδέχονταν το ένα το άλλο με πρωτοφανή ταχύτητα. Το διάστημα 1908-1909 αρκετοί ήσαν εκείνοι οι προπαγανδιστές οι οποίοι περιόδευαν στα χωριά και τις πόλεις της Θεσσαλίας, προσπαθώντας να διαδώσουν επαναστατικές, σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδέες. Εκτός από τον Μαρίνο Αντύπα, τέτοιοι προπαγανδιστές ήσαν ο γιατρός Βασίλης Γρίβας και ο Χαράλαμπος Δημακόπουλος, για τον οποίο λέγεται ότι ήταν αναρχοαγροτιστής.
Ο σημαντικότερος όλων, όμως, ήταν ο Μαρίνος Αντύπας, ο οποίος γεννήθηκε στα Φερεντινάτα Κεφαλλονιάς το 1872, γόνος μιας όχι και τόσο πλούσιας οικογένειας. Στο Αργοστόλι έμαθε τα πρώτα γράμματα. Το 1897, ενώ φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας, μυήθηκε στις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Έγινε μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Καλλέργη και μάλιστα στις αρχές Φεβρουαρίου 1896 ήταν ομιλητής σε συγκέντρωση 200 περίπου χωρικών στη Βιτρίτσα, όπου μίλησε για το σοσιαλισμό. Αργότερα, με τη διάσπαση του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, συνεργάστηκε για ένα διάστημα με τον Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο «Κόσμος», ενώ αργότερα έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Συλλόγου.
Συμμετείχε, επίσης, το 1896 ως εθελοντής στην εξέγερση της Κρήτης όπου απέσπασε το γενικό θαυμασμό για τη γενναιότητά του. Το 1897 επανήλθε στην Αθήνα με δύο τραύματα στο στήθος. Στην Αθήνα άρχισε να οργανώνει δημόσιες ομιλίες για το σοσιαλισμό και τις επαναστατικές ιδέες, ενώ τον ίδιο χρόνο (1897) οργάνωσε και μίλησε σε συλλαλητήριο στην Ομόνοια εναντίον των Μεγάλων Δυνάμεων και του βασιλικού καθεστώτος της Ελλάδας, κατηγορώντας τους για την ήττα στον πόλεμο του χρόνου αυτού. Για το συλλαλητήριο αυτό συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη, στις 8 Ιανουαρίου 1898, όπου καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση.
Όταν αποφυλακίσθηκε, προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά, τελικά, τις εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά, όπου στις 29 Ιουλίου 1900 εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ανάστασις». Με τα άρθρα του, όμως, προκάλεσε διώξεις και μηνύσεις και η εφημερίδα έκλεισε μόλις στο πρώτο της φύλλο.
Το 1903 εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία, στο σπίτι του πλούσιου θείου του Γεωργίου Σκιαδαρέσση, ο οποίος ήταν σοσιαλιστής. Εκεί αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Ο θείος του αγόρασε κάποια κτήματα στη Θεσσαλία όπου και εγκαταστάθηκε. Το 1904, ο Μαρίνος Αντύπας επέστρεψε στην Κεφαλονιά και στις 3 Ιουνίου επανέκδωσε την «Ανάστασι», η οποία κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο και την έγραφε μόνος του ο Αντύπας, με τη βοήθεια, κάποιες φορές, φίλων και συνεργατών του. Παράλληλα, ίδρυσε το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης», το οποίο ήταν πολιτική και εκπαιδευτική λέσχη που την διηύθυνε ο Αντύπας μέχρι τα μέσα περίπου του 1906, οπότε εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία. Εκεί γίνονταν διάφορες εκδηλώσεις στις περισσότερες από τις οποίες ομιλητής ήταν ο Αντύπας. Επίσης, το 1906 έβαλε υποψηφιότητα στις εκλογές στην επαρχία Κρανιάς, πήρε 2.550 ψήφους, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Έτσι, βρέθηκε επιστάτης στα κτήματα του θείου του στη Θεσσαλία. Αλλά ακόμα και ως επιστάτης, ο Αντύπας έγινε γρήγορα αρκετά αγαπητός ανάμεσα στους αγρότες, γιατί αποκάλυπτε διαρκώς τα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις των τσιφλικάδων και των συνεργατών τους.
Είχε ήδη διαμορφώσει μια προσωπική ιδεολογική θεώρηση που ήταν ένα μίγμα κοινωνικού χριστιανισμού, επαναστατικών στοιχείων της σοσιαλδημοκρατίας και αναρχικών ιδεών. Διακήρυσσε ότι η επανάσταση ήταν η μοναδική λύση στα δεινά. Ταυτόχρονα, έκανε και επαναστατική προπαγάνδα στους αγρότες, διατρέχοντας τα χωριά του νομού Λάρισας, με έναν από τους βασικούς του συνεργάτες το Θανάση Καραλόπουλο. Ήδη από το 1906 το αγροτικό κίνημα στα χωριά της Λάρισας είχε γίνει ιδιαίτερα μαχητικό, με επικεφαλής το γιατρό Καραπαναγιώτη. Λέγεται δε ότι ο Αντύπας βάφτισε και δύο κοριτσάκια με το όνομα Αναρχία. Γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με τον Αριστείδη Μεταξά και με τον Κυριακό, οι οποίοι ήταν φίλοι του θείου του και είχαν έρθει στην Ελλάδα μαζί του από τη Ρουμανία.
Ταυτόχρονα, οι κρατικοί μηχανισμοί άρχισαν να κινούνται εναντίον του. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1906, στο κέντρο της Λάρισας, σε κάποια συγκέντρωση, ο τότε νομάρχης Λάρισας Κ. Νιώτης, τον κατηγόρησε δημόσια. Ο θείος του, ο εξάδελφός του Παναγιώτης Σκιαδαρέσσης, και ο Κεφαλλονίτης τηλεγραφητής Τζανάτος, του συμπαραστάθηκαν. Μάλιστα, ο Αντύπας συνελήφθη τότε και δικάστηκε για επαναστατική προπαγάνδα, αλλά η επίσημη κατηγορία ήταν ότι δήθεν επιτέθηκε στο γαιοκτήμονα και βουλευτή Αγυιάς Αγαμέμνονα Σλήμαν. Ο Αντύπας όμως συνέχισε απτόητος την προπαγάνδα του. Το κέντρο της δράσης του ήταν το χωριό Λασποχώρι, του οποίου όλοι οι κάτοικοι ήσαν με το μέρος του.
Οι τσιφλικάδες τότε συνωμότησαν να τον δολοφονήσουν. Στις 12 και 23 Φεβρουαρίου, ο Αντύπας έγραψε στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική», που εκδιδόταν στο Βόλο, τα δύο τελευταία του άρθρα. Στις 8 Μαρτίου 1907, βρισκόταν στη Λάρισα και αργά το βράδυ της ίδιας μέρας έφθασε στον Πυργετό, όπου διέμεινε μαζί με τον Γιάννη Κυριάκο, ο οποίος ήταν επιστάτης των κτημάτων του Σλήμαν. Εκεί ο Κυριακός τον πυροβόλησε στο κεφάλι, τραυματίζοντάς τον ελαφρά, αλλά καθώς ο Αντύπας προσπάθησε να διαφύγει, ο Κυριάκος τον πυροβόλησε από πίσω και ξεψύχησε λίγο αργότερα στην αγκαλιά του ξαδέλφου του. Ο Κυριάκος συνελήφθη αμέσως και το δικαστήριο προσπάθησε αργότερα να τον απαλλάξει.
Η σωρός του Μαρίνου Αντύπα εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο ξενοδοχείο Μουστάκα στη Λάρισα και στις 11 Μαρτίου 1907 ξεκίνησε μια πομπή χιλιάδων οργισμένων αγροτών μέχρι την εκκλησία. Εκφωνήθηκαν αρκετοί λόγοι και ετάφη στο Λασποχώρι. Στις 18 Μαρτίου 1907 έγινε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, πολιτικό μνημόσυνο για τον Μαρίνο Αντύπα, στο οποίο συμμετείχαν 300 περίπου άτομα.
Την επαναστατική προπαγάνδα του Μαρίνου Αντύπα συνέχισαν, κυρίως στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη, διάφοροι άλλοι οραματιστές και προπαγανδιστές, από τους οποίους οι περισσότεροι ήσαν ομοϊδεάτες και συνεργάτες του Αντύπα στο Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης» και σε άλλες ενέργειες. Η πιο σημαντική περίπτωση από τους συνεχιστές του έργου του Μαρίνου Αντύπα, ήταν ο Σπύρος Αρσένης, ο οποίος γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1839 και ήταν ράφτης στο επάγγελμα. Συνέχισε την έκδοση της εφημερίδας «Ανάστασις» για έναν ακόμα χρόνο. Ήταν επίσης ανταποκριτής της εφημερίδας «Εργάτης» του Βόλου. Αυτός είχε συγκροτήσει μια ομάδα υποστηρικτών της σκέψης του Αντύπα, η οποία συνέχισε τη δράση της μέχρι το 1912, περίπου, αν και το 1910 οι περισσότεροι συνδέθηκαν με τον Πλάτωνα Δρακούλη. Δύο από αυτούς ήταν συνυποψήφιοι με τον τελευταίο στις τότε εκλογές.
Μια άλλη επίσης σημαντική περίπτωση ήταν ο φιλόλογος Νικόλαος Μαζαράκης, ο οποίος αναμείχθηκε στη σοσιαλιστική κίνηση της Κεφαλονιάς, της Λευκάδας και της Κέρκυρας, ενώ εξέδωσε τις εφημερίδες «Μαρίνος Αντύπας» το 1908, «Φωστήρ» το 1912 και «Πυρ» τη δεκαετία του 1920, όταν πλέον συμμετείχε στην επίσημη πολιτική. Άλλοι συνεχιστές με διάφορους τρόπους του έργου του Μαρίνου Αντύπα, ήσαν ο διάκονος Ιωάννης Κονιδάρης, ο καλόγηρος Καγκελάρης από το Ληξούρι, ο Δημοσθένης Αρτουλάρης από τη Σάμο, ο Ε. Μοσχόπουλος, ο Π. Μαράτος, ο Σ. Φραγκόπουλος, ο καθηγητής Παναγιώτης Λορεντζάτος, ο Αντώνης Καλαύριας, ο σατυρικός ποιητής, Γεώργιος Μολφέτας, αλλά και αρκετοί μαθητές του Γυμνασίου Αργοστολίου οι οποίοι, κατόπιν προτροπών του Αντύπα, συγκρότησαν το σύλλογο «Πρόοδος».
“Για Μια Ιστορία του Αναρχικού Κινήματος του Ελλαδικού Χώρου”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου